κυνάγχη

κυνάγχη
Φλεγμονή του βλεννογόνου του λεμφικού δακτυλίου του φάρυγγα και ιδιαίτερα των αμυγδαλών. Οφείλεται σε ποικιλία μικροβίων (πυογόνοι κόκκοι, με κυριότερο τον αιμολυτικό στρεπτόκοκκο) και ιών (ο ιός Epstein-Barr, που προκαλεί μεταξύ άλλων και τη λοιμώδη μονοπυρήνωση· το κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας). Η ειδική θέση των αμυγδαλών στην είσοδο του φάρυγγα αποτελεί έναν από τους λόγους της μεγάλης ευκολίας με την οποία υπόκεινται σε φλεγμονές, γιατί υπάρχει η δυνατότητα εντοπισμού σε αυτές των μικροβίων που εισάγονται με την εισπνοή. Η κ. παρουσιάζεται ξαφνικά τις περισσότερες φορές, με πολύ υψηλό πυρετό, πόνο στον λαιμό και πρήξιμο των αμυγδαλών, μερικές φορές τόσο μεγάλο ώστε να εμποδίζει την κατάποση των τροφών (δυσκαταποσία). Όταν η κ. προκαλείται από πυογόνους μικροοργανισμούς, τότε στην επιφάνεια των αμυγδαλών φαίνονται κηλίδες πύου· επιπρόσθετα οι λεμφαδένες, που βρίσκονται στα πλάγια του λαιμού και σε λεμφική επικοινωνία με τις αμυγδαλές, συμμετέχουν δευτερογενώς στην πάθηση και διογκώνονται. Συχνές επιπλοκές είναι η ωτίτιδα και η νεφρίτιδα και πιο σπάνια (2-3%) ο ρευματικός πυρετός. Η θεραπευτική αγωγή της κ. συνίσταται γενικά στη χορήγηση αντιπυρετικών, ειδικών διαλυμάτων για γαργάρες, αντιβιοτικών και βιταμινών. Αν οφείλεται σε στρεπτόκοκκο, χορηγείται πενικιλίνη για 10 ημέρες. Αν πρόκειται για πυώδη αμυγδαλίτιδα που επαναλαμβάνεται συχνά (4-5 φορές σε ετήσια βάση), συνιστάται η χειρουργική αφαίρεση των αμυγδαλών. Εκτός αυτών, υπάρχει μια ειδική μορφή κ. που προκαλείται από το κορυνοβακτηρίδιο της διφθερίτιδας και γι’ αυτό τον λόγο αποκαλείται διφθεριτική· χαρακτηρίζεται από την παρουσία μιας τυπικής γκριζωπής ψευδομεμβράνης επί των αμυγδαλών. Στις περιπτώσεις αυτές, η θεραπευτική αγωγή είναι ίδια με εκείνη της διφθερίτιδας. Μια άλλη μορφή κ. είναι αυτή του Plaut-Vincent, που οφείλεται σε συνδυασμό αναερόβιων μικροβίων και σπειροχαιτών· χαρακτηρίζεται από έλκη, συνήθως της στοματικής κοιλότητας. Πάνω, καταρροϊκή μορφή κυνάγχης με έντονη ερυθρότητα των αμυγδαλών, των παρισθμικών καμαρών και της σταφυλής. Στο κέντρο, διφθεριτική μορφή με γκριζωπές ψευδομεμβράνες. Κάτω, πυώδης μορφή.
* * *
η (Α κυνάγχη)
1. θανατηφόρος ασθένεια τών σκύλων, κατά την οποία φλογίζονται οι πνεύμονες και κρέμεται η γλώσσα
2. φλεγμονή τού βλεννογόνου τού φάρυγγα και τού ισθμού του
αρχ.
1. περιλαίμιο σκύλου
2. κλοιός βασανισμού, βασανιστήρια μηχανή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύων, κυνός + -άγχη (< ἄγχω «πνίγω»), πρβλ. στηθ-άγχη, χοιρ-άγχη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κυνάγχη — dog quinsy fem nom/voc sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάγχῃ — κυνάγχη dog quinsy fem dat sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάγχη — η (ιατρ.), πρήξιμο και φλεγμονή του φάρυγγα, που συνοδεύεται από δυσκολία στην αναπνοή και την κατάποση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κυναγχῶν — κυνάγχη dog quinsy fem gen pl κυνάγχης dog throttler masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάγχαις — κυνάγχη dog quinsy fem dat pl κυνάγχης dog throttler masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάγχην — κυνάγχη dog quinsy fem acc sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνάγχης — κυνάγχη dog quinsy fem gen sg (attic epic ionic) κυνάγχης dog throttler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυναγχικός — ή, ό (Α κυναγχικός, ή, όν) [κυνάγχη] 1. αυτός που αναφέρεται στην κυνάγχη 2. αυτός που πάσχει από κυνάγχη αρχ. φρ. «πάθος κυναγχικόν» κυνάγχη …   Dictionary of Greek

  • αργυράγχη — ἀργυράγχη, η (Α) λέξη που δημιουργήθηκε σκωπτικά κατ αναλογία προς το κυνάγχη (για να κατηγορηθεί ο Δημοσθένης ότι δωροδοκήθηκε και δεν παρουσιάστηκε να αγορεύσει με τη δικαιολογία ότι έπασχε από κυνάγχη). [ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + άγχη (μόνο ως β… …   Dictionary of Greek

  • λουδοβίκειος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε έναν από τους Λουδοβίκους, βασιλείς τής Γαλλίας 2. το ουδ. ως ουσ. το λουδοβίκειο και λουδοβίκι α) παλαιό χρυσό γαλλικό νόμισμα που κόπηκε επί Λουδοβίκου ΙΓ και απέκτησε κατά καιρούς διάφορα βάρη και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”